μύριγγα

μύριγγα
η
ανατ. η μεμβράνη τού τυμπάνου τού αφτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myringa < μσν. λατ. miringa, άλλη μορφή τού υστερολατ. mininga / meninga < μῆνιγξ «μηνίγγι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυριγγίτιδα — η [μύριγγα] ιατρ. φλεγμονή τού υμένα τού τυμπάνου τού αφτιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”